- γουρουνάκι
- τομικρός χοίρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουρουνάκι — το μικρό γουρούνι, χοιρίδιο: Χτες σφάξαμε ένα γουρουνάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
απαλίας — ἁπαλίας, ο (Α) νεογέννητο κατσικάκι ή γουρουνάκι … Dictionary of Greek
γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] … Dictionary of Greek
γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… … Dictionary of Greek
δελφάκιον — δελφάκιον, το (Α) [δέλφαξ] 1. γουρουνάκι που βυζαίνει ακόμη 2. το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… … Dictionary of Greek
δελφακίδα — και δερφακίδα, η (AM δελφακίς) [δέλφαξ] θηλυκό γουρουνάκι που θηλάζει ακόμη … Dictionary of Greek
δελφακούμαι — δελφακοῡμαι ( όομαι) (Α) [δέλφαξ] (για γουρουνάκι, με άσεμνο υπαινιγμό για το αιδοίο νεαρών κοριτσιών) αναπτύσσομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία (Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κρωμακίσκος — κρωμακίσκος, ὁ (Α) [κρώμαξ] πιθ. γουρουνάκι … Dictionary of Greek